Dictionary of Greek. 2013.
σχοινάδικο — και σκοινάδικο, το, Ν κατάστημα κατασκευής ή πώλησης σχοινιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχοινάς + κατάλ. άδικο (πρβλ. γαλατ άδικο)] … Dictionary of Greek